- συναγορασμός
- συνᾰγορ-ασμός, ὁ,A buying up,
τῶν ὑποζυγίων καὶ σάκκων PSI4.370.4
(iii B.C.);πυροῦ PCair.Zen.787.7
(iii B.C.), PMich.Zen.42.10(iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῶν ὑποζυγίων καὶ σάκκων PSI4.370.4
(iii B.C.);πυροῦ PCair.Zen.787.7
(iii B.C.), PMich.Zen.42.10(iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συναγορασμός — ὁ, Α [συναγοράζω] συνολική αγορά … Dictionary of Greek